- αυτοκόλλητος
- -η, -ο1. (για ύφασμα, χαρτί, πλαστικό κ.λπ.) αυτός που μπορεί να επικολληθεί πάνω σε μια επιφάνεια γιατί φέρει επάλειψη συγκολλητικού στην εσωτερική πλευρά του2. το ουδ. ως ουσ. το αυτοκόλλητοκομμάτι από ύφασμα, χαρτί κ.λπ. με συγκολλητικό στην εσωτερική του πλευρά.
Dictionary of Greek. 2013.